- ἐπιδέομαι
- ἐπιδέωbindpres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad-form)ἐπιδέω 1bindpres ind mp 1st sgἐπιδέω 2wantpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεπιδεής — ἀνεπιδεής, ές (Α) ο ανενδεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιδεής (< επιδέομαι) «ενδεής»] … Dictionary of Greek
επιδέω — (I) ἐπιδέω (Α) 1. δένω επάνω, προσδένω («ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους έπιδέεσθαι» λοφία πάνω στα κράνη, Ηρόδ.) 2. δένω με επίδεσμο, φασκιώνω («πολλοὺς... τραύματα ἐπιδεδεμένους», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δέω «δένω»]. (II) ἐπιδέω (AM) είμαι ελλιπής,… … Dictionary of Greek
προσεπιδέομαι — Α έχω ανάγκη από κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιδέομαι «έχω έλλειψη, στερούμαι»] … Dictionary of Greek
ԿԱՐՕՏԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1077 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ձ. ԿԱՐՕՏԻՄ ἑνδέομαι, ἑπιδέομαι, ἁπορέω egeo, indigeo, deficio. որ եւ ԿԱՐՕՏԱՆԱԼ. Կարօտ լնել կամ գտանիլ. կարիս եւ պէտս ունել. եւ Չքաւորիլ. նուազիլ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)